382 πανέμορφα πράγματα και 12 χαζομάρες μέτρησε ο εξάχρονος ξανθός στη διαδρομή από το σπίτι στην πόλη στο εξοχικό του παππού και της γιαγιάς. Αυτό ανακοίνωσε στη μητέρα του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τελικά ο κόσμος είναι περισσότερο όμορφος παρά άσχημος. Καθώς το μικρό κίτρινο αυτοκίνητο διέσχιζε αγκομαχώντας τους επαρχιακούς δρόμους, εκείνος, καθισμένος στη θέση του, με το κεφάλι στραμμένο προς τα έξω και τα μεγάλα συμπαντικά μάτια του σε εγρήγορση, κοίταζε με προσήλωση τις εφήμερες εικόνες του κόσμου που πέρναγε από μπροστά του και μετρούσε. Ένα δύο τρία τέσσερα πανέμορφα πράγματα. Μία δύο τρεις χαζομάρες. Κοντοστέκομαι ήρεμα και τον φέρνω στη σκέψη μου. Η εικόνα του μένει μέσα μου και αιωρείται απαλά. Τα 382 πανέμορφα πράγματα είναι αυτός, σκέφτομαι. Στη σκέψη του και μόνο, 382 πανέμορφα πράγματα ανθίζουν μέσα μου και (τουλάχιστον) 12 χαζομάρες παραγκωνίζονται. Αναρωτιέμαι τί να βρίσκει πανέμορφο ένας ξανθός άνθρωπος, που διανύει τρυφερά και ανέμελα την παιδική του ηλικία, και τί χαζομάρα. Αναρωτιέμαι τί να βρίσκω πανέμορφο και τί χαζομάρα εγώ, που διανύω εξεταστικά τον κόσμο των μεγάλων. Διακόπτω ό,τι κάνω για να σκεφτώ. Ο μικρός ξανθός ανακίνησε μεγάλα ερωτήματα. Διαπιστώνω ότι δεν έχω έτοιμες απαντήσεις. Αποφασίζω να παίξω το παιχνίδι του. Θα μετρήσω και γω. Βγαίνω στο μπαλκόνι και προσπαθώ να κοιτάξω γύρω μου με τα δικά του μάτια. Ο δρόμος από κάτω, οι πολυκατοικίες τριγύρω, το δημοτικό στάδιο στα αριστερά μου, το βουνό πέρα μακριά, το εσωτερικό του σπιτιού πίσω μου. Πανέμορφα πράγματα ή χαζομάρες; Ένας κοντός κύριος με τον τεράστιο σκύλο του προσπαθεί να κόψει σύκα από τη συκιά του απέναντι οικοπέδου (δε φαίνεται να τα καταφέρνει). Ένα παλιό αυτοκίνητο στρίβει αργά στο στενό με τη μηχανή να γρυλίζει και τον σκυλάδικο πόνο στη διαπασών (μεσημεριανοί ύπνοι διακόπτονται). Η παρδαλή γάτα στο περβάζι του πρώτου ορόφου κοιτάζει με περιέργεια ιδρωμένους ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στην πολυκατοικία καθώς προσπαθούν να μεταφέρουν ένα βαρύ έπιπλο. Η πιτσιρίκα του διπλανού διαμερίσματος τραγουδάει φορώντας ένα φρουφρουδένιο ροζ βρακί. Ο σγουρός βασιλικός τεντώνεται ξεδιψώντας με ευγνωμοσύνη. Η εξωτική φίλη μου είναι ξαπλωμένη στο πάτωμα και ξεκουράζεται. Μια ματιά, τόσες εικόνες. Πανέμορφα πράγματα ή χαζομάρες; Κλείνω τα μάτια ν΄αποφασίσω. Δεν προλαβαίνω, άλλες εικόνες ζωντανεύουν μέσα μου. Αυτές έρχονται από πιο μακριά, από ένα μαλακό μέρος εσωτερικά: τα πεσμένα πορτοκάλια στον κήπο της απέναντι πολυκατοικίας και εκείνος ο συναρπαστικός άντρας που τα κοίταζε από το παράθυρο της κουζίνας πλένοντας τα πιάτα (κάποιος τα μάζεψε πια, συναρπαστικέ μου). Ο τρόμος και η εξουθένωση στα μάτια του φίλου μου καθώς εξιστορεί το χρονικό της ασθένειας της μητέρας του. Η γυναίκα που γέρνει από κούραση στο τζάμι του τρένου και τεντώνει τα χωρίς παπούτσια βρώμικα και δύσοσμα πόδια της στο κάθισμά μου. Η βόλτα με το ποδήλατο κάτω από την καλοκαιρινή πανσέληνο – μόνη στους άδειους δρόμους μιας πόλης που κάνει διακοπές – και η μυρωδιά των γιασεμιών που μου αποσπά την προσοχή από τον δρόμο. Το ζουμερό ροδάκινο που ξεφλουδίζω αδέξια ένα πρωινό αγάπης στην καλοκαιρινή βεράντα μπροστά στη θάλασσα. Ο επίμονος υψηλός πυρετός που με οδηγεί σε πνευματική διαύγεια. Ο γατούλης που με κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια με απορία και λατρεία ταυτόχρονα, καθώς τον κρατάω σφιχτά περιμένοντάς τον να αποκοιμηθεί, και ο γοητευτικός νεαρός κτηνίατρος που ετοιμάζεται να τον πάρει στο χειρουργείο μακριά μου. Η αγωνία του νεαρού πατέρα πηγαίνοντας τον γιο του στο νοσοκομείο με το ασθενοφόρο. Τα δάκρυα πόνου σε λατρεμένα μάτια καθώς τρυφερά ζητούν πίσω τον χαμένο τους φίλο. Μια ματωμένη πετσέτα. Η κούνια κάτω από τ΄αστέρια. Τα σύννεφα τ΄ουρανού που θε ν΄αρματώσεις. Το τελευταίο κρυφό κοίταγμα των μελλοντικών εραστών λίγο πριν τους ξεσκεπάσει η αδιακρισία. Ο ξανθός εξάχρονος που μ΄αγαπά κρατώντας με σφιχτά. Το κορίτσι που υπήρξα. Η χαρά, η θλίψη, ο θυμός, η απόγνωση, η ελπίδα, ο φόβος, εσύ, εγώ, εκείνος, εκείνοι, εμείς, η ζωή μας μέσα έξω, πάνω και κάτω. Πανέμορφα πράγματα ή χαζομάρες;